γλυκυτάτῃ

γλυκυτάτῃ
γλυκύς
sweet to the taste
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκυτάτη — γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phi Gamma Delta — ΦΓΔ Founded May 1, 1848 (1848 05 01) (163 years ago) Jefferson College in …   Wikipedia

  • Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… …   Deutsch Wikipedia

  • Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… …   Deutsch Wikipedia

  • MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • ντόλτσε — και ντολτσίσιμο 1. επίρρ. μουσ. με γλυκιά, με γλυκύτατη ρυθμική αγωγή 2. φρ. «ντόλτσε βίτα» γλυκιά ζωή, καλοπέραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ντόλτσε < ιταλ. dolce «γλυκός» < λατ. dulcis «γλυκός» Ο τ. ντολτσίσιμο < ιταλ. dolcissimo (υπερθετικός τού… …   Dictionary of Greek

  • Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του …   Dictionary of Greek

  • Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”